fbpx

Ημιπληγία και βάδιση

930 290 master

Ημιπληγία ορίζεται ως η πάρεση ή παράλυση ενός ημιμορίου του σώματος. Είναι αποτέλεσμα βλάβης του εγκεφαλικού φλοιού μετά από Αγγειακό Εγκεφαλικό Επισόδειο (ΑΕΕ) ή Κρανιοεγκεφαλική Κάκωση (ΚΕΚ). Σ’αυτό το στάδιο όλα τα αντανακλαστικά είναι μειωμένα στην πλευρά που έχει προσβληθεί. Βαθμιαία, με την πάροδο των ημερών ή εβδομάδων, η χαλαρότητα μειώνεται και τα άκρα που έχουν προσβληθεί γίνονται σπαστικά, ενώ σε λίγες περιπτώσεις η ημιπληγία παραμένει μόνιμα χαλαρή. Καθώς η χαλαρότητα εγκαταλείπει τα παραλυμένα μέλη και εμφανίζεται η σπαστικότητα, επανέρχονται και τα τενόντια αντανακλαστικά που γίνονται τώρα πάρα πολύ έντονα και μπορεί να συνοδεύονται από κλώνο. Κάποιοι μύες είναι αδύναμοι, λόγω της ελαττωμένης νευρωνικής δραστηριοποίησης.
Η κίνηση καθίσταται συνεπώς δύσκολη για τον ασθενή, ενώ παράγεται τυπικά υπερβολική δύναμη από τους πιο δυνατούς και ευκολότερα δραστηριοποιούμενους μυς, καθώς το άτομο προσπαθεί να εκτελέσει μια προσέγγιση της απαιτούμενης δραστηριότητας. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτές οι προσπάθειες για κίνηση, μαζί με την βράχυνση των μαλακών μορίων, μπορεί να είναι σημαντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη των παρατηρούμενων παθολογικών «σπαστικών» προτύπων. Η σπαστικότητα είναι συχνά πολύ μεγάλη στους καμπτήρες μυς των άνω άκρων και στους εκτείνοντες μυς των κάτω άκρων ώστε σε ασθενείς με ημιπληγία το άνω άκρο να βρίσκεται σε κάμψη στον αγκώνα, τον καρπό και τα δάχτυλα, ενώ το κάτω άκρο παραμένει σε έκταση.
Κατά το ημιπληγικό βάδισμα, το ένα κάτω άκρο εμφανίζει υπερτονία και διαγράφει ημικύκλιο προς τα έξω, συχνά με σύρσιμο των δαχτύλων. Ο ασθενής με ημιπληγία, περπατά σε ευρεία βάση αφού, όταν η βάση είναι στενή, απαιτείται πολύ μεγαλύτερη σταθεροποιητική δραστηριότητα του κορμού. Η ταχύτητα του βαδίσματος μειώνεται, επειδή το πόδι τοποθετείται στο πλάι, αντί για μπροστά.
Μετά από σύγκριση που έγινε με φυσιολογικά άτομα της ίδιας ηλικίας, τα ημιπληγικά άτομα βάδιζαν πιο αργά, λόγω μικρότερου μήκους του διασκελισμού και λιγότερων βημάτων ανά λεπτό. Τα άτομα με ημιπληγία, που παρουσιάζουν σημαντική μείωση της ταχύτητας βάδισης, τυπικά επιδεικνύουν και μείωση του μήκους διασκελισμού, συντομότερη φάση στάσης και μεγαλύτερη φάση αιώρησης στο προσβεβλημένο σκέλος. Ως ένα χαρακτηριστικό της παθολογικής βάδισης σε άτομα μετά από ΑΕΕ είναι η παθολογική συν-ενεργοποίηση των μυών του κάτω άκρου, η οποία μπορεί να αναδύεται λόγω της προσπάθειας του ατόμου για παραγωγή επαρκούς δραστηριοποίησης των αδύναμων μυών για τη φόρτιση του προσβεβλημένου άκρου, την ισορρόπηση και την μετακίνησή του προς τα εμπρός. Οι ασθενείς συνήθως αγνοούν ότι το περπάτημα τους δεν είναι ρυθμικό ή ότι ο ρυθμός τους διακόπτεται. Είναι, λοιπόν, ωφέλιμο να εξασκούν δραστηριότητες που προσδίδουν ρυθμό στο περπάτημα. Οι δραστηριότητες βοηθούν επίσης να έρθει το βάρος μπροστά και να γίνει το περπάτημα πιο αυτόματο από μία προσεκτική και καλά μελετημένη τοποθέτηση των ποδιών μπροστά και εναλλάξ.
Μια από τις πιο συνηθισμένες αιτίες για το άρρυθμο σχήμα βάδισης είναι η υπερέκταση του γόνατος που προκαλεί καθυστέρηση στη μεταφορά του βάρους στο ημιπληγικό πόδι στην αρχή της φάσης στάσης. Για ανεξάρτητη βάδιση δίνεται έμφαση στις μεθόδους εκπαίδευσης της υποστήριξης και της προώθησης από τα κάτω άκρα, της ισορρόπησης της μάζας του σώματος πάνω στον ένα ή και στους δύο άκρους πόδες και ο έλεγχος της πορείας του άκρου πόδα και του γόνατος κατά την αιώρηση. Η χρήση των άνω άκρων για υποστήριξη θα πρέπει να αποθαρρύνεται ώστε να είναι δυνατή η ανάκτηση της δυναμικής ισορροπίας και της ικανότητας υποστήριξης του σώματος από τα κάτω άκρα.
Η θεραπεία της ημιπληγίας με τη φυσικοθεραπευτική παρέμβαση, θα πρέπει να αρχίζει ήδη από την πρώτη εβδομάδα  προκειμένου να είναι περισσότερο αποτελεσματική και να προσφέρει στον ασθενή ένα μεγάλο ποσοστό από την χαμένη λειτουργικότητα και ανεξαρτησία.
Η θεραπευτική μέθοδος διαμορφώνεται απόλυτα από τις δυνατότητες και τις συνθήκες του ασθενή. Η κλινική εικόνα της ημιπάρεσης είναι εξατομικευμένη και συνεπώς δεν μπορεί να υπάρξει ένα άκαμπτο θεραπευτικό σχήμα.
Έπειτα από το οξύ περιστατικό, ο ασθενής ανάλογα με τη βλάβη των ανάλογων εγκεφαλικών περιοχών, μπορεί να εμφανίσει απώλειες κινητικότητας, αισθητικότητας και διαταραχές αντίληψης. Η κατάσταση του συνειδητού του μπορεί να είναι από διαταραγμένη μέχρι κωματώδης και συνεπώς να επηρεαστεί η ενεργητική συνεργασία μαζί του.
Τα προγράμματα έντονης αποκατάστασης έχουν συχνά μεγάλο όφελος, καθώς πολλοί ασθενείς με βλάβες του ΚΝΣ δείχνουν σημαντική βελτίωση της κινητικότητας τους. Παραδοσιακά, ένας από τους στόχους της εκπαίδευσης βάδισης είναι η αποκατάσταση της συμμετρίας της βάδισης, ώστε να ανακτηθεί το φυσιολογικό της πρότυπο. Σε φυσιολογικά άτομα, η συμμετρία της βάδισης μπορεί να επιδειχθεί με την χρήση κινηματικής και κινητικής καταγραφής και σε μικρότερο βαθμό καταγραφής EMG.